Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ δίδυμοι

См. также в других словарях:

  • Δίδυμοι — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηνίοχου, του Ωρίωνα και του Μικρού Κυνός. Είναι ο τρίτος αστερισμός του ζωδιακού κύκλου μετά τον Ταύρο και πριν από τον Καρκίνο. Η ονομασία του αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμοι — Δίδυμος double masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμοι — δίδυμος double masc nom/voc pl δίδυμος double masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • Дидимы — (Διδυμοι) близнецы; так назывались Аполлон и Артемида, и от них получили название многие города и местечки …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σιαμαίοι αδελφοί — Δίδυμοι αδελφοί, (Τσανγκ Ενγκ) που τα σώματά τους συνδέονταν με μια σάρκινη λουρίδα από το στήθος. Γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη το 1811, από Κινέζους γονείς. Η λουρίδα που τους ένωνε είχε μήκος 0,055 μ. περίπου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»